- σεμνότερος
- σεμνόςreveredmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
σχινίζω — μέσ. τ. και σχοινίζομαι Α [σχῑoς] 1. (κυρίως σχετικά με δόντια) καθαρίζω, λευκαίνω κάτι με σχίνο, με μαστίχα 2. μέσ. σχινίζομαι και σχοινίζομαι α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και τον Φώτ.) καθαρίζω τα δόντια β) εκτελώ άσεμνες χορευτικές κινήσεις… … Dictionary of Greek
ՆԱԶԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0383 Chronological Sequence: 6c ա. σεμνότερος, σεμνότατος nimis venerandus, magnificus, majestosus. Առաւել կամ յոյժ նազելի. արգոյ. նուիրական. մեծահռչակ. մեծավայելուչ. *Եօթնաղի քնարն գրեթէ քան զամենայն գործիս լաւագոյն է. վասն զի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՐԿԵՇՏԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0636 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c ա. σεμνότερος եւն. Յոյժ կամ առաւել պարկեշտ (ըստ ամենայն առման). *Այսպէս պոռնիկն եղեւ պարկեշտագոյն քան զկուսանսն. Ոսկ. մ. ՟Ա. 6: *Մի պարկեշտագոյնս քան զմեզ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)